- πυγμά
- πυγμά1 boxing
ἄνδρα παρ' Ἀλφειῷ στεφανωσάμενον αἰνέσω πυγμᾶς ἄποινα O. 7.16
Δόρυκλος δ' ἔφερε πυγμᾶς τέλος O. 10.67
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ἄνδρα παρ' Ἀλφειῷ στεφανωσάμενον αἰνέσω πυγμᾶς ἄποινα O. 7.16
Δόρυκλος δ' ἔφερε πυγμᾶς τέλος O. 10.67
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
πυγμάν — πυγμά̱ν , πυγμή fist fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυγμάς — πυγμά̱ς , πυγμή fist fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυγμή — η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. πυγμά, Α το άκρο τού χεριού με τα δάχτυλα κλειστά προς τα μέσα, γροθιά νεοελλ. ισχύς, δύναμη, επιβολή («έδειξε πυγμή στην αντιμετώπιση τών προκλήσεων») αρχ. 1. η πυγμαχία 2. πάλη, αγώνας 3. μέτρο μήκους, από τον αγκώνα ώς την… … Dictionary of Greek